Σεμπριά: Για τον Μπωντλαίρ είναι ο βοτανολόγος του πεζοδρομίου. Ο Μπένγιαμιν τον θεωρεί προϊόν του μοντερνισμού και της βιομηχανικής επανάστασης. Ο Μπρετόν μέσα από αυτόν αναζήτησε την τυχαιότητα, την παράξενη ομορφιά του ομοιόμορφου πλήθους, το ζωντάνεμα του ρομαντισμού. Ο flaneur γεννήθηκε στους παριζιάνικους δρόμους. Και σε κάθε περίπτωση ζει και αναπαράγεται στους δρόμους της μητρόπολης.
Ας πούμε ότι flaneur είναι ο (άσκοπα) περιφερόμενος περιπατητής, ο εθισμένος στην περιπλάνηση, ο ανώνυμος μέσα στο πλήθος ο οποίος απολαμβάνει να παρατηρεί -αλλά και να είναι κομμάτι- της κοινωνικής κίνησης. Είναι αυτός που τον δεκατοένατο αιώνα μπορεί να φλέρταρε με την χαμηλή παραβατικότητα, όχι ως πηγή έμπνευσης για τους (μετέπειτα) καλλιτεχνικούς κύκλους αλλά ως αναπόφευκτο κομμάτι της κοινωνικής του αναπαραγωγής.
Ο κύριος Φλανέριος κρατάει από εκεί τη σκούφια του. Ζώντας τη δικιά του εποχή, τη δικιά του καθημερινότητα, κουβαλώντας τις δικές του αντιφάσεις. Έχει για παρέα την ταξική του συνείδηση, τη νοιάξη για εκείνα τα αγόρια και εκείνα τα κορίτσια που τον γυροφέρνουν, την ανάγκη για αναζητήσεις και πειραματισμούς. Έχει και αυτή τη συνήθεια να τα μοιράζεται όλα αυτά με τους γύρω του. Το φθινόπωρο, λοιπόν, έπιασε το χαρτί και το μολύβι και δύο μήνες αργότερα, στο μεταίχμιο του χρόνου τύπωσε την «σεμπριά»*. Με τη συντροφιά του Λόγκαν, της Μαρίνας, της Sonoreuse, της Persef, της Myla, του Jnor αλλά και όλων αυτών των φιγούρων που ντύνουν τις παρακάτω ιστορίες. Η «σεμπριά» ήταν ένα όμορφο απάγκιο γι΄αυτό το δίμηνο. Θα ξανασυναντηθούμε.
* Στην γλώσσα και στην πράξη της ελληνικής επαρχίας η σεμπριά υποδήλωνει τη συνεργασία, την αλληλοβοήθεια, την αλληλεγγύη, το σμίξιμο.
Από τον πρόλογο του πρώτου τεύχους
Τεύχη
- Σεμπριά #1, Δεκέμβριος 2014
- Σεμπριά #2, Μάιος 2017