Οι μικρές ιστορίες μοτίβων πλεξίματος ολοκληρώνουν την τριλογία που είχε κατά νου ο Νικόλας όταν ξεκινούσε τις Εμβοές. Αυτή τη φορά, οι διηγήσεις των Εμβοών συνδέονται με πλέξιμο. Από τη μία, το πλέξιμο είναι μια είναι μια έκφραση δημιουργίας που παράγει κάτι πραγματικό, όπως όταν φτιάχνεις ένα ζιν. Κάτι που μπορείς να πίασεις στα χέρια σου και να γίνει αντιληπτό από όλες τις αισθήσείς σου. Απ την άλλη, παρά τις γεωγραφικές αποστάσεις που χωρίζουν τους συνεντευξιαζόμενους του τεύχους, μπορεί κανείς στις ιστορίες τους να διακρίνει τα κοινά τους “δημιουργικά” μοτίβα.

Χαρακτηριστικά έκδοσης

Εμβοές, μικρές ιστορίες μοτίβων πλεξίματος / Νοέμβριος 2015 (προηγήθηκε η ηλεκτρονική έκδοση τον Ιούλιο) / 44 σελίδες / Β5, περίπου / Μαζί με carte postale της Γρηγορίας Βρυττιά.

    Emvoes_01

Αυτοπαρουσίαση

εμβοες ‘μικρές ιστορίες μοτίβων πλεξίματος’

γιατί εξακολουθούμε να πλέκουμε; τί ρόλο διαδραματίζει το πλέξιμο;

νομίζω ότι ο λόγος που το πλέξιμο έχει επιζήσει όλο αυτό το διάστημα έχει να κάνει με την ομορφιά του. με τη λιτότητα και την απλότητά του. είναι μια πράξη ομορφιάς που παράγει δημιουργήματα όμορφα να τα θωρείς. το πλέξιμο ικανοποιεί μια βαθύτερη επιθυμία μέσα μας για τη δημιουργία όμορφων αντικειμένων, επιτρέποντάς μας παράλληλα να νιώθουμε την ικανοποίηση του δημιουργού. το να αγοράσεις ένα πουλόβερ δεν θα σου δώσει την ίδια χαρά και περηφάνεια με το να πλέξεις ένα με τα ίδια σου τα χέρια.

έτσι, κάθε ρούχο είναι μοναδικό, καθώς αφηγείται μια ιστορία (ή και πολλές, επάλληλες): αυτή του πλέχτη ή της πλέχτριας, του τόπου και του χρόνου που γεννούν διαφορετικές ιστορίες, των καιρικών συνθηκών, του αποδέχτη ή της αποδέχτριας του πλεχτού, όπως και οι ιστορίες που περιλαμβάνονται σε αυτό το τεύχος των εμβοών. τα μοτίβα των οποίων πλέχτηκαν σιγά σιγά στο διάστημα μεταξύ 2012-2014 σε διάφορα μέρη είτε κατά τη διάρκεια της δημιουργίας των πλεκτών ή σε διαλλείματα διαδρομών που γέμιζαν τον κενό χρόνο. κάθε μοτίβο έχει άλλο νόημα και συναντάται σε διαφορετικές παραλλαγές, ανάλογα με τα κέφια αυτού που πλέκει είτε μόνος του ή σε διάλογο.

σε αυτό το τεύχος λοιπόν θα βρούμε τα μοτίβα στα οποία πάτησα (και τους διαλόγους που καταγράφηκαν στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας) των robert zank (www.edition-rz.de) ξεκινώντας τη διαδρομή απο την πρώτη κλωστή του που ανακάλυψα σε ένα γράμμα ως μέρος του vital weekly (www.vitalweekly.net) το 1991 και ολοκληρώθηκε η δημιουργία του το 2014 με μια συνέντευξη για τις δραστηριότητες της εταίρείας του (με φωτογραφίες της θάλειας ραυτοπούλου (www.thaliaraftopoulou.com). χάρη σε ένα κουβάρι που ξετυλίχτηκε στο γραφείο του robert zank to 2006 δημιουργήθηκε το μοτίβο του werner durand (www.wernerdurand.com).

διάφορες κλωστές και σκόρπιες ιδέες αποτέλεσαν τη βάση για το διάλογο με τον eric lanzillotta (www.ribexibalba.com) ενώ το σεπτέμβρη του ’13 στο υπόγειο του μιχάλη κοκολόγου (www.facebook.com/mixalis.kokologos) επξεργαστήκαμε στον ηχητικό αργαλειό του διάφορα σκόρπια κουβάρια συζητήσεων της τελευταίας 15ετίας για να δημιουργήσουμε το τελικό αποτέλεσμα, που έχει ως αφετηρία το δισκάδικο που έτρεχε για 35 χρόνια στην πόλη της άμφισσας. ίσως το πιο περίεργο δισκάδικο που πέρασε ποτέ απο την κεντρική ελλάδα (εύλογα θα ανέφερε κανείς το philodisc του σάκη μπουρλιάσκου στην καρδίτσα επίσης ή άλλα ‘περίεργα΄ σε άλλα μέρη και πόλεις αλλά η διαφορά με του μιχάλη είναι ότι ο μιχάλης δεν πούλαγε τους δίσκους που είχε στο μαγαζί…)

για να αφήσουμε ένα σχεδόν ημιτελές (;) μοτίβο με τον rigo dittmann (www.badalchemy.de) αναφορικά με το φάνζιν του bad alchemy που εδώ και 31 χρόνια ακατάπαυστα δε σταματά να προσφέρει αρκετά περιπετειδώδη και δημιουργικά ηχητικά μοτίβα μέσα απο τις σελίδες του…

τα διάφορα πλεκτά συγκεντρώθηκαν σε αυτή τη συλλογή χάρη στη φροντίδα της μαρίας πανέτα (http://letaeras.tumblr.com)
γι’ αυτό το πλέξιμο θα επιζήσει και μετά από εμάς. όσο εμείς οι άνθρωποι εξακολουθούμε να διατηρούμε αυτή την πλευρά του εαυτού μας που λαχταρά να δημιουργεί και να πρωτοτυπεί, αυτή την πλευρά μας που απολαμβάνει την ομορφιά, το πλέξιμο θα συνεχίσει να υπάρχει.

συνεχίζεται..

Έγραψαν…

ΕΜΒΟΕΣ τρίτο τεύχος

Την 14/4 γράψαμε για το πρώτο τεύχος του fanzine εμβοές του Νικόλα Μαλεβίτση, πριν ένα μήνα (την 6/10), είπαμε κάποια λόγια για το τεύχος 2, ενώ τώρα ξεφυλλίζουμε και διαβάζουμε το τεύχος 3, που έχει υπότιτλο «μικρές ιστορίες μοτίβων πλεξίματος» και που συνοδεύεται από μια σχετική… πλεκτική κάρτα. Το τεύχος αυτό έχει διαφορετικό μέγεθος από τα δύο προηγούμενα (και τα τρία έχουν διαφορετικό μεταξύ τους μέγεθος), ενώ είναι δεμένο με ράχη και όχι με καρφίτσες. Τα σημειώνω αυτά, επειδή τίποτα δεν στερείται νοήματος…

Οι νέες εμβοές αναπτύσσονται κατά τον ίδιο τρόπο με τις προηγούμενες. Συνεντεύξεις προσώπων που γουστάρει ο Μαλεβίτσης και που έχουν παίξει, το καθένα, το δικό του ρόλο στη διαμόρφωση των γούστων του γράφοντα (του Μαλεβίτση εννοώ), και βεβαίως πολλών άλλων (αναγνωστών του fanzine ή όχι). Όλες οι συνεντεύξεις είναι μεστές και απολύτως ενδιαφέρουσες, και όλες ανταποκρίνονται στις βαθύτερες ανάγκες των μουσικόφιλων (εκείνων τέλος πάντων που νοιάζονται περισσότερο για τα «προχωρημένα» ακούσματα), καθώς φέρνουν στο φως πληροφορίες και λεπτομέρειες.

Η πρώτη συνέντευξη έχει να κάνει με τον Robert Zank, τον γερμανό παραγωγό και ιδιοκτήτη της εταιρείας Edition RZ. Οι φίλοι της ελληνικής avant, της avant γενικότερα, γνωρίζουν το label του Zank, επειδή, το 1992, τυπώθηκε εκεί ένα LP του Γιάννη Χρήστου! Βάζω θαυμαστικό καθότι προσπαθώ να ανακαλέσω και την δική μου έκπληξη, όταν αγόραζα εκείνη την εποχή (από πού ακριβώς; – δεν μπορώ να θυμηθώ) το συγκεκριμένο άλμπουμ. Στις αρχές των 90s με δυσκολία θα μπορούσε να βρει κάποιος το “Mysterion” (στο μαύρο ή το άσπρο εξώφυλλο), καθώς τα άλλα δύο LP τού έλληνα συνθέτη (ένα του ’74 κι ένα του ’90) ήταν δύσκολο να εντοπιστούν. Και το κυριότερο: ο Zank είχε φτιάξει ένα άλμπουμ που ακουγόταν πολύ καλά (εν αντιθέσει με το “Mysterion” ας πούμε, που είχε από μέτρια και κάτω ηχογράφηση).

Να τι λέει χρόνια μετά (πέρυσι) ο ίδιος ο Zank στον Μαλεβίτση:
«Η έκδοση του Χρήστου ξεκινά με τις σημειώσεις του Harry Halbreich, που περιλαμβάνονται στον θρυλικό δίσκο του Scelsi στη FY France. Ήταν ένα μακρόπνοο σχέδιο που άξιζε τον κόπο.(…) Ήταν στην αναλογική εποχή, που ήταν σωστή δοκιμασία να βρεις μια καλή κόπια αρχειακού υλικού. Πολλές από τις ιστορικές ηχογραφήσεις του Χρήστου ήταν ενδιαφέρουσες, αλλά είχαν περισσότερο ποιότητα ντοκουμέντου και μόνο μερικές αξιολάτρευτες ηχογραφήσεις χρησιμοποιήθηκαν για το δίσκο της RZ. Τα υπόλοιπα προήλθαν από άλλες πηγές και το βορειογερμανικό ραδιόφωνο(…)».

Ο Zank λέει κι άλλα πολλά κι ενδιαφέροντα σε σχέση με τον ίδιον, την εταιρεία του, τους αγαπημένους συνθέτες του (Jakob Ullmann) το έργο των οποίων προβάλλει, τον τρόπο που βλέπει τη «σύγχρονη μουσική» κ.λπ.

Η δεύτερη κουβέντα του Μαλεβίτση γίνεται με τον Werner Durand, έναν συνθέτη-πειραματιστή που είναι γνωστός όχι μόνο για τις μουσικές του, αλλά και για τα πρωτότυπα όργανα που κατασκευάζει. Ίσως, μάλιστα, ορισμένοι να θυμούνται τον Durant από τη συμμετοχή του στους περίφημους Urban Sax! Τα τελευταία χρόνια ο Durand δραστηριοποιείται μέσω του Logothetis Ensemble, ερμηνεύοντας μουσικές του Ανέστη Λογοθέτη. Η συζήτηση μάς αποκαλύπτει τη διαδρομή του μουσικού και το πώς από τους Beach Boys και τον μινιμαλισμό (Terry Riley κ.λπ.) έφθασε (ο Durand) να συνεργάζεται με τον Gilbert Artman (Urban Sax) και τους 13th Tribe, καταλήγοντας σήμερα στις αποδόσεις έργων τού Λογοθέτη. Να σημειώσουμε, ακόμη, πως ο Μαλεβίτσης είχε κυκλοφορήσει κι ένα CD του Durand στην absurd το 2008, το “Remnants from Paradise”.

Η επόμενη συζήτηση γίνεται με τον Eric Lanzilotta, τον άνθρωπο που βρέθηκε πίσω από την εταιρεία/ mail-order Anomalous Records (έδρα της η Δυτική Ακτή). Οι περισσότεροι που ψώνιζαν δίσκους από το εξωτερικό στα nineties (μέσω ταχυδρομείου) σίγουρα κάτι θα είχαν «αρπάξει» και από την Anomalous (εγώ, ας πούμε, θυμάμαι ν’ αγοράζω AMM, NWW και άλλα διάφορα), καθότι εκεί εύρισκες τα πάντα. Mail-order κολοσσός για την avant/ experimental/ electronic σκηνή, η Anomalous ξεκίνησε το 1991 και πρέπει να έκλεισε εκεί περί τα μέσα των 00s (δεν διευκρινίζεται ακριβώς). Λέει σε κάποια φάση ο Lanzilotta για το πώς κυλάνε σήμερα τα πράγματα:

«Τώρα ζω σε μία μικρή πόλη με χαμηλό κόστος διαβίωσης. Δε χρειάζεται να κάνω αρκετά για να πληρώσω τα έξοδά μου, κι έτσι δεν κάνω πολλά πράγματα. Έβγαλα το 10ιντσο των No-Neck Blues Band, αλλά οι πωλήσεις είναι χαμηλές. Είναι δύσκολο να προσδιορίσεις το κόστος του βινυλίου με τέτοια αντίδραση και αντιμετώπιση από την μπάντα. Νομίζω ότι αν είχε βγει το 2007 που το ’χαμε πρωτοσχεδιάσει θα είχε πάει πολύ καλύτερα. Η σκηνή έχει αλλάξει πολύ πλέον. Υπάρχουν βέβαια κυκλοφορίες που θα μπορούσα να κάνω, αλλά δεν εμπιστεύομαι πλέον τη διανομή τους. Σε αυτή τη φάση απλά βαριέμαι να μαζεύονται στοίβες από αντίτυπα κυκλοφοριών στο διαμέρισμά μου».

Δεν μπορώ να θυμηθώ από πού γνωρίζω το όνομα τού Μιχάλη Κοκολόγου, του επόμενου προσώπου που συζητά με τον Μαλεβίτση. Ο Κοκολόγος είχε για χρόνια δισκάδικο στην Άμφισσα, που πρέπει να το είχα επισκεφθεί στα 90s, αλλά σίγουρα δεν τον ξέρω από ’κει… τέλος πάντων… Η συνέντευξη αυτή έχει πολύ ζουμί, κυρίως γιατί αποκαλύπτει τον τρόπο που λειτουργούσε το κύκλωμα (μαγαζιά, κόσμος κ.λπ.) στην επαρχία, όταν υπήρχαν ακόμη κανονικά δισκάδικα και όχι… ψευτοδισκάδικα που πουλάνε βασικά κινητά τηλέφωνα και τη σχετική γκατζεταρία. (Αν και τα παλαιότερα χρόνια, στην επαρχία, δίσκους πουλούσαν και μαγαζιά με ηλεκτρικές συσκευές… ξανά τέλος πάντων…). Ο Κοκολόγος, που έχει… ωραίο λόγο, μιλάει για οικείες λίγο-πολύ καταστάσεις (σ’ εμάς τουλάχιστον που έχουμε την ηλικία του), καταθέτοντας… στάση ζωής και ειλικρίνεια. Κι επειδή είναι φίλος με τον Μαλεβίτση η κουβέντα τους δεν είναι απλώς άνετη, είναι και ουσιαστική.

Το τρίτο τεύχος των εμβοών θα κλείσει με μιαν ακόμη κουβέντα. Αυτή τη φορά είναι ο Rigo Dittman που απαντά στις ερωτήσεις του Μαλεβίτση, εκδότης του γερμανικού fanzine Bad Alchemy, που τυπώνεται σταθερά από το 1984! Δεν γνωρίζω αν υπάρχει άλλη τέτοια περίπτωση… τόσο μακρόβιου fanzine εννοώ. Για το τι σημαίνει Bad Alchemy, αλλά και εκδοτική αυταπάρνηση, μπορεί να το πληροφορηθεί ο καθείς από το site www.badalchemy.de. Εμείς ας κλείσουμε, εδώ, με τα τελευταία λόγια του Dittman:

«Το Bad Alchemy είναι η δεύτερη και καλύτερη ζωή μου. Το τεχνητό μου μέλος για να έρθω σ’ επαφή με τον κόσμο. Είναι μια μόνιμη πηγή ενέργειας. Τρέμω στην ιδέα να μείνω χωρίς αυτή. Από την άλλη μεριά είναι το δικό μου κανάλι να πω “σας ακούω” και “σας ευχαριστώ” σε όλους εκείνους τους απίθανους δημιουργικούς τύπους. Έχω προσφέρει αυτά τα ευγενικά μηνύματα σε 80 μπουκάλια ως τώρα και θα συνεχίσω μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος».

Φώντας Τρούσας, Δισκορυχείον (18.11.2015)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *