Η «Διαγωγή Μηδέν», υπήρξε μια ομάδα φίλων με κοινό χαρακτηριστικό το πάθος για τον κινηματόγραφο, ένα πάθος που μετουσιώθηκε σε fanzine που κυκλοφόρησε την περίοδο 1996 -2001 τέσσερα τεύχη. Η ομάδα στηρίχτηκε εξ αρχής στις δικές της δυνάμεις και σιγά – σιγά χάρη στη βοήθεια των φίλων της από τις πιο αναπάντεχες εσχατιές της Ελλάδας μοιράστηκε με τους αναγνώστες της τις χαρές, τις αγωνίες, τα λάθη και το υποσυνείδητο όραμα για ένα καλύτερο κόσμο. Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς τις ατέλειωτες συζητήσεις, τις διαφωνίες, τα πειράγματα, τη σχεδόν θρησκευτική μανία που προσήλωνε τη ματιά μας σε μια καινούργια ή σε μια ξεχασμένη ταινία. Η ομάδα μας ωρίμασε στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας (στην οδό Κανάρη), στις απίθανες μεταμεσονύχτιες προβολές ή στους μαραθώνιους του Αλφαβίλ, στα αφιερώματα σε κινήματα, ιδέες, και σε δεκάδες δοκίμια, άρθρα για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του σινεμά. Αισθανόμαστε ακόμη σαν πολίτες του κόσμου βλέποντας ταινίες όπως το «Μίσος», το «Μαζί Ποτέ»,την «Πόλη του Θεού» ή το «Old Boy».Η μανία με τις εικόνες καταντούσε μαγεία και όχι ιδεοληψία, εξαιτίας της αθωότητας που συχνά γινόταν ιδιοτροπία αλλά σε καμία περίπτωση σκόπιμη διαστρέβλωση της πραγματικότητας, όπως συμβαίνει στα περισσότερα έντυπα του χώρου.Η απόλυτη ελευθερία απόψεων, δημιούργησε ένα πλήθος άρθρων, γύρω από ταινίες που ακόμα και σήμερα διατηρούν αδιάπτωτη τη γοητεία τους, όπως για παράδειγμα το «Seven», τα «Ουράνια Πλάσματα», τον «Νεκρό», ή τους «Δώδεκα Πιθήκους», ενώ τονίστηκε το έργο παλαιότερων δημιουργών όπως του Μπουνιουέλ, του Βιγκό, του Ταρκόφσκι, του Αντονιόνι, του Βέντερς, ή του Λόουζυ. Παράλληλα παρουσιάστηκαν σκηνοθέτες όπως ο Μιγιαζάκι, ο Μάικ Λι, ο Τζάκσον, σε μια εποχή που ήταν παντελώς άγνωστοι στο ευρύτερο κοινό.Συνυπήρχαν έτσι κείμενα για τον R.Bresson, J.Arnold, ή για τον Μιγιαζάκι χωρίς να διασπάται η ενότητα του περιοδικού, διεγείροντας με νέες προτάσεις την περιέργεια του αναγνώστη.Σε μια εποχή που δεν ευνοεί το συλλογικό όραμα αλλά το ευτελές, το πρόχειρο ή το εύκολο θέαμα επιμείναμε χωρίς δογματισμό, αλλά με απόλυτη προσήλωση στο διαφορετικό, στο καινούργιο, στο πρωτότυπο. Βέβαια τα χρόνια περνούσαν και ίσως ακούγεται παράδοξο: γερνούσαμε και εμείς μαζί με τις αγαπημένες μας εικόνες. Με πιο απλά λόγια συνειδητοποιούσαμε σιγά – σιγά ότι ο κόσμος γύρω μας άλλαζε αλλά όχι όπως το θέλαμε εμείς: οι μαζικοί χώροι του σινεμά, οι πρόχειρες κριτικές, η αδιαφορία του κοινού που σέρνεται στις αίθουσες χωρίς σκοπό και χωρίς πάθος, άλλαξαν για πάντα την εικόνα του τοπίου και το όνειρο που είχαμε ξεθώριασε και έγινε σαν ένα καρέ σε μια παλιά ασπρόμαυρη ταινία.Καμιά φορά σκέφτεσαι τα χρόνια που πέρασαν, μη έχοντας τη δυνατότητα να τα διαμορφώσεις διαφορετικά, και μένοντας πιο μόνος από ποτέ, χαμογελάς και είσαι αναγκασμένος να παραδεχτείς πώς ότι έκανες ήταν το καλύτερο. Δεν είναι κακό να το πιστεύεις αυτό.
Γιώργος Ψούχλος
Βαγγέλη πριν κάνεις οτιδήποτε σε σκανάρισμα, διάβασε τις οδηγίες εδώ ;)
Σ’ ευχαριστούμε προκαταβολικά!