Ένα άρθρο του Θανάση Αντωνίου*
Το 1987 ήμουν 20 χρόνων, σπούδαζα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είχα πολύ ελεύθερο χρόνο. Βρισκόμουν μόλις τέσσερα χρόνια στην Αθήνα και δεν είχα βρει ακόμα τα ‘πατήματά’ μου. Ήταν η χρονιά που αποφάσισα με το φίλο μου Λουκά Γαβαλά να φτιάξουμε ένα μουσικό fanzine στη γειτονιά μας τη Νέα Σμύρνη.
Λίγους μήνες πριν πάρουμε την απόφαση να δημιουργήσουμε ένα fanzine, σαν κι αυτά που βλέπαμε σε ορισμένα δισκάδικα της Αθήνας κι ανταλλάσαμε χέρι με χέρι στις συναυλίες, είχα γράψει, σχεδιάσει, σελιδοποιήσει και φωτοτυπήσει ένα αντεξουσιαστικό έντυπο, κάτι σαν χειροποίητο πολιτικό περιοδικό, με τον τίτλο ‘Εντροπία’. Το μοίρασα σε ορισμένους φίλους στη Νέα Σμύρνη και σε συμφοιτητές στο Πανεπιστήμιο. Το όνομα άρεσε στον Λουκά, ο οποίος τότε σπούδαζε σε μια ιδιωτική σχολή πληροφορικής κι αποφασίσαμε να το διατηρήσουμε και στη νέα προσπάθεια.
Πριν την απόφαση
Το 1987 η ζωή μου, όπως και πολλών άλλων της συνομοταξίας μας, κινούνταν σαν χαοτικό εκκρεμές ανάμεσα στη σχολή που σπούδαζα, την πλατεία των Εξαρχείων και τα πέριξ αυτής μαγαζιά, τα μπαρ όπου παιζόταν εναλλακτικό rock και punk, τους λιγοστούς τότε συναυλιακούς χώρους της Αθήνας όπου δίνονταν live shows και φυσικά τα δισκάδικα. Σε ένα δισκάδικο γνώρισα το Λουκά, γίναμε φίλοι και μετέπειτα συνοδοιπόροι στα fanzines.
Ο Λουκάς Γαβαλάς ήταν τακτικός επισκέπτης στο δισκάδικο του Νίκου, στη Νέα Σμύρνη το οποίο, από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80, ήταν τόπος συνάντησης εξαιρετικών τύπων της πόλης, αλλά και τελετουργικός χώρος μύησης των νεώτερων εξ ημών στο rock and roll. Ο Λουκάς είχε κάνει πολλά βήματα στη μουσική και είχε ήδη διαμορφώσει ένα λεπτό και εξεζητημένο γούστο την ώρα που εγώ βολόδερνα ανάμεσα στο punk και το heavy metal.
Αν κι είχα ξεκινήσει (με καθυστέρηση φυσικά…) ακούγοντας το ανατρεπτικό punk της μουσικής άνοιξης του 1977, η συνέχεια ήταν μάλλον απογοητευτική: Οι ‘κακές’ παρέες με είχαν ρίξει στην ‘κόλαση’ του heavy metal, το οποίο, ως γνωστόν, είναι μια σκληρή εθιστική ουσία με τρομερές παρενέργειες. Μακραίνουν τα μαλλιά σου, βγάζεις σίδερα στους καρπούς και τους ώμους σου, φοράς στενά παντελόνια και νομίζεις ότι ο καλύτερος μπασίστας του κόσμου είναι ο Joey de Mayo των Manowar. Αν και δεν το περιλαμβάνω σε κανένα βιογραφικό μου πια, δεν θα κρύψω από τους φίλους του fanzines.gr ότι μέχρι και στο περιοδικό Heavy Metal, το οποίο είχε τότε διευθυντή τον θρυλικό παραγωγό Γιάννη Κουτουβό, είχα στείλει ορισμένες συνεργασίες- και είχαν δημοσιευτεί πανάθεμά τες.
Στο δισκάδικο του Νίκου όμως, στη Νέα Σμύρνη (το οποίο δεν υπάρχει πια μιας και κατέστρεψε οικονομικά τον υπέροχο ιδιοκτήτη του…), είχα την ευκαιρία και την τύχη να γνωρίσω όχι μόνο τον μετέπειτα συν- εκδότη του περιοδικού αλλά δια μέσου αυτού και μια άλλη μουσική που δεν γνώριζα. Ο Λουκάς αν και νεώτερός μου κατά τι, ήταν πολύ προχωρημένος, πολύ ψαγμένος μουσικά. Οι ατελείωτες ώρες στο δισκάδικο και μετά στο σπίτι του, όπου ακούγαμε μουσικές απ΄ όλο τον κόσμο, διαμόρφωσαν το μουσικό χαρακτήρα μου· του είμαι ευγνώμων γι΄αυτό. Στο πλαίσιο εκείνων των ωρών έπεσαν πολλές ιδέες: από το να φτιάξουμε μουσικό συγκρότημα μέχρι να στήσουμε ραδιοφωνικό σταθμό και να εκδώσουμε περιοδικό. Τα δύο τελευταία έγιναν αργότερα πραγματικότητα.
Σε εκείνες τις συζητήσεις/ακροάσεις στο σπίτι του Λουκά και στο δισκάδικο του Νίκου προκρίθηκε τελικά η ιδέα για τη δημιουργία ενός μουσικού περιοδικού, ενός εναλλακτικού εντύπου το οποίο θα λειτουργούσε διπλά: από τη μια πλευρά θα κάλυπτε την ανάγκη έκφρασης που, σαν εικοσάχρονα παιδιά, είχε χτυπήσει ‘κόκκινο’ στις φλέβες μας κι από την άλλη θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να αποτελέσει ένα τρόπο μοιράσματος σε φίλους και γνωστούς της μουσικής που αγαπούσαμε κι ανακαλύπταμε καθημερινά.
Η απόφαση
Δεν θυμάμαι πως βρήκα τρόπο επικοινωνίας με τον Μπάμπη Αργυρίου τον εκδότη του περιοδικού Rollin’ Under στη Θεσσαλονίκη, αλλά αυτός είναι ο άνθρωπος που μας έδωσε τις πρώτες χρήσιμες συμβουλές για την κατασκευή του περιοδικού: πως επιλέγουμε διαστάσεις χαρτιού και πως φωτοτυπούμε, πως φτιάχνουμε ισοϋψείς κι αρμονικούς τίτλους με τυποποιημένα γράμματα του εμπορίου, πως φωτοτυπούμε δύο θέματα μαζί για να δημιουργήσουμε την αίσθηση της ένθεσης, πως σελιδοποιούμε κείμενα που προέρχονται από γραφομηχανή, από υπολογιστή και γραμμένα με το χέρι όλα μαζί σε μια σελίδα, πως χρησιμοποιούμε το ριζόχαρτο για τη δημιουργία εφέ κ.λπ. Μιλάμε ασφαλώς για τη δημιουργία ενός περιοδικού κυριολεκτικά στο χέρι όπου μόνο η τελική φάση του, η φωτοτύπηση δηλαδή γινόταν με μηχάνημα.
Ο ίδιος άνθρωπος μας πληροφόρησε, από τη μακρινή Θεσσαλονίκη και χωρίς μέχρι τότε να έχουμε δει το πρόσωπό του, το που συμφέρει να πάμε το περιοδικό και πόσα αντίτυπα να αφήσουμε σε κάθε μαγαζί, τι ποσοστό κέρδους να αφήσουμε στο δισκοπώλη ή το βιβλιοπώλη, πως γίνεται το ‘μάζεμα’ και ένα σωρό άλλα μυστικά. Πολύτιμες ήταν φυσικά οι συμβουλές του για το πώς πρέπει να χειριστούμε τις δισκογραφικές εταιρείες με τις οποίες αυτός είχε ήδη κάποιες πρώιμες σχέσεις.
Στη συνέχεια κι αφού βρήκαμε μια δανεική γραφομηχανή από μια ωραία τύπισσα που, χρόνια αργότερα έγινε κυρία δημάρχου σε δήμο των νοτίων προαστίων (καλή σου ώρα…), πλακωθήκαμε στο γράψιμο· ένας άθλος για μια εποχή που ούτε πληροφορία υπήρχε διαθέσιμη αλλά ούτε εμπειρία στη συγγραφή είχαμε. Σε κάποιες από τις συναυλίες που πηγαίναμε πήραμε την απόφαση να μιλήσουμε στα συγκροτήματα που αγαπούσαμε, ελληνικά ή ξένα. Έτσι, προέκυψαν και οι πρώτες συνεντεύξεις, του ποδαριού βέβαια, με τη μπύρα και το τσιγάρο στο χέρι, σε χαλαρή φιλική ατμόσφαιρα. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι το περιοδικό εκτός από τα συνηθισμένα της εποχής (συνεντεύξεις, δισκοπαρουσιάσεις, νέα συγκροτήματα, αφιερώματα σε παλαιότερες μπάντες κ.ά), περιείχε και πολιτικά κείμενα, μια συνειδητή επιλογή την οποία διατηρήσαμε – και μάλιστα διευρύναμε και αναπτύξαμε- μέχρι και το τέταρτο και τελευταίο τεύχος μας ένα χρόνο αργότερα.
Γράφαμε στο χαρτί, διορθώναμε στο χαρτί και δακτυλογραφούσαμε, διορθώναμε λάθη, σκίζαμε χαρτιά και πάλι από την αρχή. Και μετά κόβαμε φωτογραφίες από ξένα περιοδικά ή από δελτία Τύπου μου μας έδιναν που και που οι ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες, φωτοτυπούσαμε κι ενθέταμε στις λευκές σελίδες, τίτλους, κείμενα και φωτογραφίες, πίνοντας μπύρες κι ακούγοντας μουσική στα σαλόνια των σπιτιών μας· οι μάνες μας υπέφεραν…
Όταν νιώσαμε έτοιμοι τρέξαμε να φωτοτυπήσουμε με όσα λεφτά είχαμε στις τσέπες μας. Και μετά ακολουθούσε το βασανιστικό έργο της σελιδοποίησης των τυπωμένων γιατί, όπως καλά καταλάβατε, τα φωτοτυπικά τότε δεν τύπωναν παρά μια – μια σελίδα· μετά έπρεπε να ‘δημιουργήσεις’ το περιοδικό με τα τυπωμένα αντίτυπα κάθε σελίδας. Όταν έπεφτε και η καρφίτσα, από μας φυσικά κι αυτή, τότε…
Αααα, τότε ερχόταν η μαγεία: αυτό που είχες στα χέρια σου δεν ήταν ούτε τίτλοι, ούτε κείμενα ή φωτογραφίες, ούτε σελίδες, κόλλες, ψαλίδια, χάρακες και κοπίδια. Ήταν ένα περιοδικό γαμώτο! Το οποίο έμοιαζε πολύ με αυτά που ζήλευες μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα. Εγώ την πρώτη φορά κόντεψα να βάλω τα κλάματα…
Η διανομή ήταν δύσκολη υπόθεση: με τα λεωφορεία και τα περιοδικά στα χέρια να τριγυρνάμε δισκάδια και βιβλιοπωλεία σε Νέα Σμύρνη, Μοναστηράκι και Εξάρχεια και να παρακαλάμε μαγαζάτορες να το βάλουν στα ράφια τους. Οι περισσότεροι το έβαλαν.
Λίγο αργότερα ορισμένα αντίτυπα του περιοδικού μας έφτασαν στα χέρια του Μπάμπη Αργυρίου και σύντομα έγινε ο Βορειοελλαδίτης αντιπρόσωπός μας. Το γεγονός ότι ένα χρόνο αργότερο το περιοδικό μας φιγουράριζε στο θρυλικό mail order κατάλογό του, είναι ακόμα και σήμερα ένα ‘μαγικό’ γεγονός που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Και δώρο είχαμε!
Εκείνο που μας διαφοροποίησε από τα υπόλοιπα περιοδικά του χώρου και μας έδωσε μια εντυπωσιακή ώθηση, κουράγιο αλλά και λιγοστά χρήματα για να συνεχίσουμε την προσπάθεια, ήταν η επιλογή μας να συνοδεύουμε κάθε τεύχος με κασέτα μουσικής. Δε θυμάμαι πως πήραμε την απόφαση, δεν θυμάμαι πως αντιμετωπίσαμε το γεγονός ότι δεν είχαμε ιδέα πως θα μπορούσε να γίνει αυτό που θέλαμε, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι το περιοδικό μας συνοδευόταν από κασέτα και, χωρίς να είναι το πρώτο που είχε αυτή την έξυπνη ιδέα, ήταν ένα από τα πιο εντυπωσιακά έντυπα στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Ο κόσμος ‘τρελαινόταν’ με αυτό που έβλεπε και το αγόραζε…
Ούτε λόγος φυσικά για απόδοση δικαιωμάτων, ούτε λόγος φυσικά για συνεργασία, έστω και άτυπη, με κάποια από τις δισκογραφικές εταιρείες που δραστηριοποιούνταν τότε στην Ελλάδα και στις οποίες ανήκαν οι δίσκοι που αναπαράγαμε στις κασετούλες.
Στο πρώτο τεύχος, το οποίο κυκλοφόρησε σε περίπου 100 αντίτυπα, τις κασέτες τις είχαμε ηχογραφήσει εμείς, μία- μία στο διπλό οικιακό deck. Περάσαμε δεκάδες ώρες, διπλωμένοι στα δύο, σκυμμένοι πάνω από χαρτιά, ψαλίδια, φωτοτυπίες, κόλλες και χάρακες για να φτιάξουμε το ‘δώρο προς τους αναγνώστες’ (η κασέτα είχε επιμελημένο από μας εξώφυλλο με το εξώφυλλο του τεύχους και το playlist δακτυλογραφημένο) και σταματήσαμε μόνο όταν η κούραση και τα νεύρα μας είχαν καταβάλει. Απίστευτος κόπος…
Δουλέψαμε σχεδόν τρεις μήνες για να φτιάξουμε περίπου 100 τεύχη· μια εβδομάδα μετά δεν υπήρχε τεύχος πουθενά. Επί πολλά χρόνια ούτε εγώ ούτε ο Λουκάς είχαμε δεύτερο αντίτυπο του πρώτου εκείνου τεύχους – εκτός από το ένα και μοναδικό που είχε ο καθένας μας- και όταν χρόνια μετά χρειάστηκε να έχουμε άλλο ένα, έπρεπε να το ζητήσουμε από κάποιους από αυτούς που γνωρίζαμε ότι ήταν πελάτες μας· αρκετοί είχαν ακόμα την κασέτα, ελάχιστοι όμως είχαν και το τεύχος. Ένας μας το έδωσε πίσω για το αρχείο μας…
– – –
* Ο δημοσιογράφος και μέλος της ΕΣΠΗΤ Θανάσης Αντωνίου είναι σήμερα αρχισυντάκτης στο περιοδικό Logistics & Management. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες (Έθνος της Κυριακής), σε οικονομικά περιοδικά (Επιλογή, Οικονομική Επιθεώρηση, Χρήμα), σε επιχειρηματικά έντυπα (Marketing Week, AdBusiness, Περιβάλλον 21, Ecotec), σε πολιτιστικά έντυπα (Index, Sonik, OZ, Music Life), σε lifestyle περιοδικά (Εικόνες, Homme, Paper). Το φθινόπωρο του 2009 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Κέρκυρα – Economia το βιβλίο του ‘Περιβάλλον & Επιχειρήσεις: από τη σύγκρουση στη συνεργασία’. Είναι παντρεμένος, έχει δύο παιδιά, πηγαίνει τακτικά στο γήπεδο για να δει τον Πανιώνιο και ακούει ακόμα rock. Ψοφάει να φτιάξει ένα fanzine και πάλι…