Μουσικό zine της ανεξάρτητης σκηνής από τους Θανάση Αντωνίου και Λουκά Γαβαλά. O Θανάσης υπήρξε επίσης συνεργάτης των Σκιών του Β23, αλλά και του Fangazine.

Τεύχη

  • Εντροπία #1 + κασέτα
  • Εντροπία #2 + κασέτα
  • Εντροπία #3 + κασέτα
  • Εντροπία #4, Χειμώνας 1988-89 (500 περίπου αντίτυπα, μαζί με κασέτα, συλλογή Pixies)
  • Εντροπία #5, Μάιος 2014, 100 αντίτυπα
  • Εντροπία #6, Μάιος 2016
  • Εντροπία #7, Μάιος 2017
  • Εντροπία #8, Μάιος 2018, 120 αντίτυπα
  • Εντροπία #9, Μάιος 2019, 120 αντίτυπα

Είπαν…

ΕΝΤΡΟΠΙΑ No 3
Όλο και πιο σύνθετη γίνεται η “Εντροπία” που απ’ αυτό το τεύχος, συνοδεύεται εκτός από κασέτα και απ’ το “Νηπενθές” που συγκεντρώνει απόψεις των συντακτών της, για μερικά απ’ αυτά που συμβαίνουν γύρω μας: το ψυχιατρείο της Λέρου (τουλάχιστον από τότε που έβγαινε το περιοδικό “Τρέλλα” ακούγονται φωνές για να κλείσει αυτή η ντροπή της ανθρώπινης ύπαρξης), ROCK FESTIVAL, ολυμπιακοί, ένα ικανοποιητικό κείμενο για την Καταστασιακή Διεθνή κ.αλ. Στην κύρια ύλη του περιλαμβάνονται PAUL ROLAND, MEKONS (συνεντεύξεις), RAPEMAN, SONIC YOUTH, αφιέρωμα στην WIPE OUT. Επίσης NEW TORK DOLLS και PIXIES που αποτελούν άλλωστε και το περιεχόμενο της κασέτας που συνοδεύει το παρόν τεύχος.

Review από το Rollin Under #18 (Ιούνιος 1989)

Αυτοπαρουσίαση του φανζίν

Στις αρχές του 1988 δυο φύλου από τη Νέα Σμύρνη,ο Θανάσης κι ο Λουκάς,αποφάσισαν να κυκλοφορήσουν ένα ερασιτεχνικό έντυπο που να μιλά για μουσική. Το ονόμασαν Εντροπία όπως μια εφημεριδούλα που ο ένας απ’τους δυο κυκλοφορούσε πιο πριν.

Χωρίς λεφτά άλλα με ιδέες,χωρίς γνώσεις αλλά με μεράκι φτιάξαμε και κυκλοφορήσαμε μέχρι σήμερα 4 τεύχη που το καθένα συνοδευόταν από μια αντίστοιχου περιεχομένου κασέτα, κάποιο ένθετο προσφορά η φωτογραφία.

Όλα τα αντίτυπα πουλήθηκαν σε χρόνο ρεκόρ σ’ ολοκληρη την Ελλάδα,κι αποσπάσαμε πολύ ευνοϊκές κριτικές,τόσο από φίλους αναγνώστες, όσο κι από συνάδελφους.

Τρέξαμε, γράψαμε, ξαναγράψαμε, κολλούσαμε, ηχογραφούσαμε, ξοδευτήκαμε… αλλά μάθαμε πολλά και κάναμε φίλους παντού.

Σήμερα διανύουμε περίοδο κρίσης, αφού ο Λουκάς είναι φαντάρος στον Έβρο, ο Βασίλης παντρεύτηκε, ο Θανάσης τρέχει για τις εκλογές, ενώ οι φίλοι που κατά καιρούς αρθρογραφούσαν, έχουν χαθεί χωρίς φυσικά να φταίνε αυτοί. Υπάρχει μια σκέψη για συνεργασία με τους φίλους από το FANGAZINE, και μάλλον θα γίνει γιατί είναι πολύ εντάξει παιδιά. Ίσως γίνει και κάτι άλλο αργότερα. Ό,τι και να γίνει,εμείς που λέμε “Εντροπία” και τα μάτια μας πάνε να βουρκώσουν, εμείς που αγαπήσαμε αυτό το περιοδικακι, δεν θα ξεχάσουμε ποτέ ούτε λεφτά απ’ όσα ζήσαμε μαζί του,γι αυτό και θα το ξαναβγάλουμε. ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟ.

Χίλια ευχαριστώ σ’ όσους έγραψαν, αγόρασαν ή ενίσχυσαν την ΕΝΤΡΟΠΙΑ. Χίλια ευχαριστώ σ’ όσους επικοινώνησαν μαζί μας, στους επαρχιακούς συνεργάτες, σ’ όλους τους συνάδελφους.
Χίλια ευχαριστώ σε όλους σας και μην ξεχνάτε: ΑΣ ΚΡΑΤΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΖΩΝΤΑΝΟ.

Θανάσης για την ΕΝΤΡΟΠΙΑ

[Πηγή: Το Παπάρι #06, Ιούνιος 1989]

Συνέντευξη του Θανάση Αντωνίου στη Lifo

26 χρόνια μετά: Η επιστροφή του θρυλικού fanzine «Εντροπία»

Ο Θανάσης Αντωνίου μιλά στο LIFO.gr για τις ωραίες μέρες δημιουργίας και μουσικής

(Κυριάκος Μακρής, 19.09.2014)

 

Θέλω να μου περιγράψεις με όσες περισσότερες λεπτομέρειες θυμάσαι την πρώτη σου συνάντηση με τον Λουκά Γαβαλά που σας οδήγησε στην δημιουργία της «Εντροπίας».

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 μετακόμισα από τα  Άνω Πετράλωνα όπου έμενα, στη Νέα Σμύρνη. Η μάνα μου αγόρασε με το εφάπαξ του πατέρα μου, που είχε φύγει από τη ζωή, ένα διαμέρισμα σε μια όμορφη πολυκατοικία πολύ κοντά στο σπίτι του Λουκά. Μετά από λίγες ημέρες βρεθήκαμε στο ίδιο γηπεδάκι, σε μια αλάνα,  δίπλα στα σπίτια μας, να παίζουμε μπάλα και μπάσκετ. Τον είδα δυο- τρεις φορές τις επόμενες μέρες στο δρόμο και κάποια μέρα συναντηθήκαμε σε ένα θρυλικό δισκάδικο στη Νέα Σμύρνη, στην Αγία Φωτεινή κοντά,  όπου μαζεύονταν όλοι οι ‘ψαγμένοι’ για να ακούσουν νέες κυκλοφορίες, να αγοράσουν δίσκους και να ανταλλάξουν απόψεις για τη μουσική. Ψάχναμε και οι δύο στο ίδιο τμήμα δίσκων και κάποια στιγμή μίλησε ο ένας στον άλλο. Τα βασικά: «πως σε λένε;», «σε έχω δει…», «…κι εγώ», «τι ομάδα είσαι;», «τι μουσική ακούς;», «κι εγώ ακούω Pistols…», «ναι τους ξέρω του Gun Glub», «πάμε για καμιά μπύρα στο τάδε ή στο δείνα μπαράκι στα Εξάρχεια;» και τα λοιπά. Όπως δηλαδή γνωρίζονταν κάποτε δύο άνθρωποι. Ούτε κινητά, ούτε facebook, ούτε καν τηλέφωνο: «μένω εκεί, το κουδούνι μου γράφει αυτό, πέρνα κατά τις έξι, τις εφτά, τις δέκα, να με πάρεις…». Γίναμε αμέσως κολλητοί, μαζί σε συναυλίες, σε δισκάδικα, σε ακροάσεις, μόνο γήπεδο δεν πηγαίναμε μαζί: αυτός ΑΕΚ, εγώ Πανιώνιος…

Υπήρξαν διαφωνίες σχετικά με την αισθητική του πρώτου τεύχους ή είχατε κοινές απόψεις;

Κοινές απόψεις είχαμε, όχι όμως ταυτόσημες. Εκείνο που μας ένωνε ήταν η ανάγκη να βρούμε και να ακούσουμε την καινούργια μουσική που ξεπηδούσε μέσα από το post punk, η ανάγκη να μάθουμε από πού προέρχονταν ιστορικά όσα ακούγαμε και, τέλος, η ανάγκη να μοιραστούμε όλη αυτή τη γνώση, τη στιγμή της απόκτησής της ή αμέσως μετά, με γνωστούς κι άγνωστους φίλους, στη γειτονιά, την πόλη, την Αθήνα. Ο Λουκάς ασχολιόταν περισσότερο με το να ψάχνει και να βρίσκει το καινούργιο, εγώ ασχολιόμουν περισσότερο με τα τεχνικά: στήσιμο, εξώφυλλα, φωτογραφίες. Μαζί κάναμε τη συσκευασία, γιατί συνοδεύαμε το περιοδικό με δική μας κασέτα- ήταν μια δύσκολη, χρονοβόρα και βαρετή δουλειά αλλά μας αποζημίωνε το αποτέλεσμα.

Εντροπία #4

Πόσο χρόνο σας πήρε για να βγει το πρώτο τεύχος και τι είδους προετοιμασία απαιτούσε;

Αποφασίσαμε να κυκλοφορήσουμε το δικό μας περιοδικό το 1986 και χρειάστηκε μερικές εβδομάδες μέχρι να αποφασίσουμε οριστικά οτι θα κάνουμε μουσικό fanzine που θα καλύπτει όλη την αγαπημένη μας μουσική κι όχι μόνο το underground, με ολίγη πολιτική. Εν τω μεταξύ, εγώ είχα κυκλοφορήσει ένα χειροποίητο αντιεξουσιαστικό έντυπο και είχα μια αίσθηση των πραγμάτων. Η προετοιμασία απαιτούσε: α) ένα χώρο που θα μπορούσαμε να μαζευόμαστε, να ακούμε μουσική, να διαβάζουμε περιοδικά, να συζητάμε, να κόβουμε και να κολλάμε σελίδες, να σελιδοποιούμε και να συσκευάζουμε περιοδικά, β) μηχανήματα και κασέτες διότι είχαμε αποφασίσει πως μαζί με το περιοδικό θα δίναμε ως δώρο μια κασέτα με μουσική συγκροτημάτων που θα αναφέρονταν στο τεύχος, γ) συγκέντρωση κάποιων χρημάτων για έξοδα και δ) καταγραφή, στο χαρτί, φίλων και γνωστών που θα μπορούσαν να πάρουν το τεύχος πληρώνοντας μάλιστα γι΄ αυτό. Εκείνη τη στιγμή δεν είχαμε κατά νου ότι το περιοδικό θα έφτανε μέχρι δισκοπωλεία και βιβλιοπωλεία, καταλήψεις, εναλλακτικά στέκια κ.ά.

Ποια ήταν τα  μουσικά περιοδικά και ποια τα φανζίν από τα οποία επηρεαστήκατε στα πρώτα σας βήματα;

Πέρα από το Ποπ & Ροκ και τον Ήχο & Hi-Fi, τα δύο σημαντικότερα δηλαδή μουσικά περιοδικά της Ελλάδας και το New Musical Express αλλά και το Melody Maker της Αγγλίας, διαβάζαμε πολλά ξένα έντυπα και κυρίως τα fanzines που έφταναν στην Ελλάδα, το Maximum Rock and Roll και το Flipside (απ΄ όπου πήραμε και την ιδέα για την προσφορά μουσικού δώρου με το περιοδικό) από τις ΗΠΑ και το Jamming από την Αγγλία μιας και η δική μου γενιά δεν είχε προλάβει τα ιστορικά fanzines της δεκαετίας του 1970 που δημιουργήθηκαν με το punk. Φυσικά διαβάζαμε τα έντυπα που εξέδιδαν ορισμένες μουσικές κοινότητες όπως οι Crass, το πολιτικο-κοινωνικό υλικό από τους Dead Kennedys και τη δισκογραφική εταιρεία τους Alternative Tentacles, δεκάδες εταιρικά έντυπα με πληροφορίες που προμηθευόμασταν από ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες μέσω mail order (κατάλογοι  με πολύ πληροφοριακό υλικό) κ.ά. Από τα ελληνικά περιοδικά αυτό που μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν, φυσικά, το Rollin’ Under από τη Θεσσαλονίκη και σιγά γνωρίσαμε όλα τα περιοδικά της εποχής εκείνης- όταν λέω  ‘γνωρίσαμε’ εννοώ ότι γνωριστήκαμε ακόμα και με τους εκδότες τους.

Ποια ήταν η καλύτερη στιγμή και ποια η χειρότερη στιγμή που πέρασες  στα πέντε τεύχη της «Εντροπίας»;

Υπήρξαν δεκάδες υπέροχες στιγμές με την Εντροπία: κάθε φορά που πιάναμε ένα νέο τεύχος στα χέρια μας, κάθε φορά που πηγαίναμε σε ένα δισκάδικο και είχαν εξαντληθεί τα τεύχη που είχαμε αφήσει την προηγούμενη εβδομάδα, κάθε φορά που κάναμε συνέντευξη με κάποιον αγαπημένο μας μουσικό, κάθε φορά που ερχόταν ένα φάκελος με δίσκους και singles από το εξωτερικό και έγραφε επάνω «to Entropia magazine, Nea Smirni, Athens, Greece». Μια από τις καλύτερες στιγμές ήταν όταν, μετά το πέρας της Εντροπίας ως έντυπο, το 1990, την περίοδο που είχαμε την εκπομπή Μουσική Εντροπία σε ραδιοφωνικό σταθμό, μας πήρε συνέντευξη η εφημερίδα Πρώτη. Η χειρότερη στιγμή ήταν πάλι το 1990, όταν κατάλαβα  ότι –και μετά την επιστροφή του Λουκά από το στρατό-  δεν υπήρχε πια διάθεση να συνεχίσουμε μαζί. Λίγους μήνες μετά συνεργάστηκα με το Fangazine – ένα ωραίο μουσικό περιοδικό με κάπως πιο pop προσανατολισμό από μας. Ακολούθησε το Στις Σκιές του Β-23, ένα από τα κορυφαία περιοδικά στο οποίο είχα την τιμή να είμαι μέλος της συντακτικής ομάδας στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους. Και μετά τα επίσημα μουσικά έντυπα, το ΟΖ, το Music Life, το Sonik…

Έχεις δουλέψει σε διάφορα περιοδικά. Είναι εύκολο να προσαρμοστεί σε μια ομάδα ο δημιουργός ενός εντύπου που τα πάντα περνούσαν από το χέρι του;

Είναι πράγματι δύσκολο για μένα, που θέλω να έχω άποψη από τη γραμματοσειρά που θα χρησιμοποιηθεί μέχρι το βερνίκι του εξωφύλλου κι από το πάχος των τίτλων μέχρι το πόσες στήλες θα έχει το κάθε θέμα, να συνεργαστώ με τρίτους. Με τα χρόνια όμως έμαθα να τιμώ (και να αξιοποιώ) όλους τους επαγγελματίες με τους οποίους συνεργάζομαι – γραφίστες και σελιδοποιούς, φωτογράφους, διορθωτές και τυπογράφους. Το γεγονός ότι έχω εργαστεί  μια τριετία σε ένα από τα κορυφαία τότε λιθογραφεία της Ελλάδας, με έκανε σοφότερο στην κρίση, αυστηρότερο στις επιλογές αλλά και ανεκτικότερο στα λάθη.

Δώσε μου πέντε δίσκους οι οποίοι σε έχουν μουσικά καθορίσει.

Με πρώτο και σημαντικότερο το «Never mind the bollocks» των Sex Pistols, το δίσκο που άλλαξε τη ζωή μου, θα πρόσθετα τους πρώτους δίσκους των Ramones και των Clash, το «The Days of Wine and Roses» των Dream Syndicate και το «Over The Edge των Wipers», αφού άκουσα πρώτα τον τρίτο τους δίσκο…

Ποιο είναι το πρώτο live της δεκαετίας του ογδόντα που έχεις παρακολουθήσει και σου έρχεται αμέσως στο μυαλό;

To Rock In Athens, στο Καλλιμάρμαρο, το 1985, με Cure και Clash· έφυγα από τη Ρόδο όπου βρισκόμουν για διακοπές για να γυρίσω στην Αθήνα για το live. Αλλά, μουσικά, θεωρώ οτι η κορυφαία εμπειρία ήταν η πρώτη φορά που είδα τους Wipers και τον Cave με τους Bad Seeds στο Club 22, στις αρχές της Λεωφόρου Βουλιαγμένης.

Θυμάσαι κάποιες από τις συμβουλές που σας έδωσε ο Μπάμπης Αργυρίου σχετικά με τις δισκογραφικές εταιρείες;

Θυμάμαι όλα όσα μου έμαθε ο κορυφαίος αυτός fanzinοποιός. Το σημαντικότερο ήταν ότι η μουσική πρέπει να είναι μια ολόπλευρη εμπειρία, όχι μόνο μια μελωδία ή κάποια ακόρντα που, έτσι κι αλλιώς, μπορούν να παιχτούν από πολλούς. Αυτά γράφει και στο υπέροχο βιβλίο του «Έχω όλους τους δίσκους τους» που κυκλοφόρησε πέρυσι. Πρακτικά τώρα, ο Μπάμπης μας έμαθε πως προσεγγίζουμε δισκογραφικές – δημιούργησε κι ίδιος μια μάλιστα στη συνέχεια- πως γράφουμε επιστολές σε ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε, τις υποχρεώσεις που έχουμε για την αποστολή του δημοσιευμένου υλικού, πως συνεργαζόμαστε με τα δισκοπωλεία και τα βιβλιοπωλεία για να μην κλέβουν στις συμφωνίες οι έμποροι  κ.ά.

To περιοδικό «ΓΚΡΕΚΑ» παρουσίασε πριν λίγο καιρό ένα αφιέρωμα στην άνθηση των ελληνικών φανζίνς. Γιατί πιστεύεις ότι τα νέα παιδιά σήμερα εξακολουθούν να θέλουν να δημιουργούν φανζίνς;

Όχι βέβαια για να βιοποριστούν όπως με αυθάδεια δήλωσε ένας από τους συμμετέχοντες στο συγκεκριμένο αφιέρωμα. Τα παιδιά φτιάχνουν fanzines για να εκφράσουν αυτά που έχουν μέσα τους, για να μοιραστούν τη χαρά και τη λύπη, τον πόνο και την ευτυχία. Σήμερα υπάρχει αυξημένη ανάγκη έκφρασης κι επικοινωνίας, όσο κι αν αυτό ακούγεται περίεργο. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα τα fun-zines μετατρέπονται σε πιο προσωπικά, γίνονται πιο ‘personal’ και αποκαλούνται πλέον “perzines” (personal zines). Προσωπικά διαπιστώνω μια μικρή «αναβίωση» των fanzines, αντιλαμβάνομαι την αγάπη ορισμένων νέων παιδιών για το έντυπο, είδα δεκάδες τέτοια περιοδικά στις τελευταίες εκδηλώσεις, είδα πολλά σε μια γύρα που έκανα στα βιβλιοπωλεία. Ορισμένα από αυτά, φτιαγμένα μάλιστα από κορίτσια 18-20 ετών, ήταν αριστουργήματα αισθητικής, σχεδιασμού και τυπογραφίας. Έμεινα κάγκελο!!!

Θυμάσαι κάποια από τα κομμάτια που υπήρχαν στις κασέτες που δίνατε με το περιοδικό;

Δεν δημιουργούσαμε συλλογές, όπως ίσως φαντάζεται κάποιος, αλλά παρουσιάζαμε σε κάθε πλευρά της κασέτας κομμάτια από έναν σημαντικό δίσκο που παρουσιάζαμε στο περιοδικό. Έτσι είχαμε παρουσιάσει τους Γερμανούς The Multicolored Shades, τους Pixies, είχαμε παρουσιάσει τους The Leaving Trains κ.ά. Δύο πλευρές, δύο δίσκοι και στο 4ο τεύχος κυκλοφορήσαμε δύο διαφορετικές κασέτες σε αυτή τη λογική. Είχε τύχει περίπτωση φίλος από το πανεπιστήμιο να ζητήσει και τις δύο κασέτες αγοράζοντας δύο περιοδικά. Ορισμένοι είχαν παραγγελίες: «μπορείς ρε Θανάση στο επόμενο τεύχος να μου βάλεις κάτι από Black Flag;».

Ποιο ήταν το καλύτερο τεύχος κατά την γνώμη σου που έβγαλε η  «Εντροπία» και γιατί;

Αν και το πρόσφατό μας το 5ο  είναι το πιο άρτιο τεχνικά, νομίζω ότι το 4ο τεύχος ήταν το magnum opus: γεμάτο συνεντεύξεις, με ανταποκρίσεις από το εξωτερικό, με το πολιτιστικό ένθετο βιβλιαράκι «Νηπενθές», με δυνατές μεταφράσεις και με μια καταπληκτική κασετούλα που είχε σε άλλες κόπιες του περιοδικού Big Black (η φοβερή μπάντα του Steve Albini), σε άλλες Pixies και σε άλλες New York Dolls.

Ποια φανζίνς διαβάζεις σήμερα;

Δυστυχώς αν και διαβάζω ολημερίς από επαγγελματική υποχρέωση και μόνιμη διαστροφή, αφιερώνω πολύ λίγο χρόνο σε fanzines και δυστυχώς μόνο σε ελληνικά- και μάλιστα μόνο τα μουσικά. Η Μούντζα, το punk fanzine, είναι state of the art για την εποχή μας, μια καταπληκτική δουλειά, διεθνούς επιπέδου. Πολύ καλό είναι το Freequency το οποίο δημιουργεί με υποδειγματικό τρόπο αυτοοργάνωσης και αλληλοσεβασμού μια πολυπληθής, ετερόκλητη ομάδα αρθρογράφων. Μου αρέσει το Χίμαιρες, αν και είναι λιγότερο μουσικό από τα προηγούμενα. Αυτό όμως που μου θύμισε τα νιάτα μου είναι το Νυχτερίδες & Κατσαρίδες, ένα δίγλωσσο gothic zine που φτιάχνει χωρίς μεγάλη φροντίδα αλλά με τρομερό πάθος ένας πιτσιρικάς που είχα την τύχη να γνωρίσω. Μακάρι να είχα το πάθος του κι αυτός την ‘τεχνογνωσία’ μου…

Θυμάσαι κάποια αστεία ή όχι και τόσο αστεία ιστορία που να έχει να κάνει με τη δημιουργία του περιοδικού;

Θα σου πως μια όχι αστεία. Κάποια στιγμή, πρέπει να ήταν το 1989, είχαμε ήδη τελειώσει τη φάση της Εντροπίας, έλαβα ένα γράμμα από έναν κατάδικο στις φυλακές Κασσάνδρας, στη Θεσσαλονίκη, στον οποίο ένας φίλος του είχε χαρίσει σε κάποιο επισκεπτήριο το 4ο τεύχος της Εντροπίας. Ο άνθρωπος αυτός,  μας ζήτησε στο γράμμα τα πρώτα τρία τεύχη της Εντροπίας· όταν διάβασα το γράμμα δάκρυσα. Φωτοτυπήσαμε για πάρτι του δύο από αυτά – διότι το πρώτο δεν υπήρχε καν ως πρωτότυπο-  και τα στείλαμε. Χωρίς τις κασέτες  γιατί αν θυμάμαι καλά απαγορευόταν να σταλεί τέτοιου είδους αντικείμενο. Ο τύπος υπέγραφε ως Cassandra Complex, λογοπαίγνιο ανάμεσα στη φυλακή του και μια παλαιά μπάντα από την Αγγλία που έπαιζαν κάπως ηλεκτρονικά.

Έχεις δείξει τα τεύχη στα παιδιά σου; Πως τους φαίνονται;

Όπως θα είδες στις φωτογραφίες πουλούσα το περιοδικό μαζί με τα παιδιά μου, μάλιστα συμμετείχαν και τα δύο στη δημιουργία του και ειδικά στη φάση του κολάζ γιατί όπως ίσως γνωρίζεις μέρος του περιοδικού είναι φτιαγμένο στο χέρι- με τον παλιό κλασικό τρόπο του κοπιδιού, της κόλλας, της φωτοτυπίας κ.λπ. Τα παιδιά μου είναι συνηθισμένα να φέρνω κάθε μήνα στο σπίτι τουλάχιστον ένα περιοδικό το οποίο διευθύνω εγώ και στο οποίο έχω γράψει αρκετά κείμενα. Επομένως είναι συνηθισμένα στην έννοια και το αντικείμενο. Εκείνο που τους έκανε εντύπωση στο τελευταίο τεύχος της Εντροπίας είναι πρώτον ότι είναι ασπρόμαυρο και δεύτερον ότι είναι μουσικό· δεν υπάρχουν επιχειρηματικά νέα και οικονομικές αναλύσεις, στατιστικοί πίνακες και «ρεπορτάζ από την αγορά». Μόνο μουσικοί, καλλιτέχνες, συγκροτήματα, δίσκοι, συναυλίες κ.ό.κ. Ναι, αυτό τους άρεσε, «γι΄ αυτό κάνεις, να μιλάς για συγκροτήματα…» με συμβούλεψε ο γιός μου. Παλιότερα τεύχη δεν υπάρχουν, ένα μόνο αντίτυπο μας έμεινε από το Νο 4 του 1988 αλλά δεν νομίζω ότι μπορούν τα παιδιά μου να καταλάβουν ότι αυτό το περιοδικό έχει σχεδόν τριπλάσια ηλικία από τη δική τους!

azf2014-entropia_2903

Τι θα έλεγες σήμερα στον εικοσάχρονο εαυτό σου εάν τον είχες μπροστά σου;

«Μην ακούς κανένα φίλε μου, ξόδεψε όλα τα χρήματά σου για δίσκους, συναυλίες και περιοδικά, πάρε το κορίτσι σου ή τους φίλους σου και πήγαινε να δεις τις Savages στο Λονδίνο, τους Sceaming Females στη Νέα Υόρκη, τους Panx Romana που ξαναβγαίνουν στο δρόμο, μια άγνωστη μπάντα στο λόφο του Στρέφη, ακολούθα ένα συγκρότημα στην περιοδεία του, ξόδεψε τη μέρα σου μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Και μετά γράψε τη γνώμη σου σε χαρτί, σε υπολογιστή, πες τη στο ράδιο, στην τηλεόραση, φτιάξε το δικό σου κόσμο… ».

26 χρόνια μετά επιστρέφετε με καινούριο τεύχος. Τι το καινούριο έχει να πει η «Εντροπία» σήμερα σε μια εποχή υπερπληροφόρησης;

Για να είμαστε ειλικρινείς, η Εντροπία, όπως και τα λοιπά fanzines είχαν και τότε, τη δεκαετία του 1980, ορισμένους αναγνώστες που ήξεραν περισσότερη μουσική από μας, τους εκδότες και συντάκτες. Σήμερα τα παιδιά δεν έχουν ανάγκη εμάς για να πληροφορηθούν. Αν σε κάτι μπορούμε να φανούμε χρήσιμοι είναι στο να συνδέουμε το εντυπωσιακό σήμερα με το πολύχρωμο χθες εξηγώντας – κι όχι φυσικά διδάσκοντας-  στη νέα γενιά ακροατών το από πού έρχεται η μουσική που ακούνε σήμερα, το προς τα πού μπορούν να ψάξουν αν θέλουν να μάθουν περισσότερα. Μπορούμε να τους προσφέρουμε ορισμένα καλογραμμένα κείμενα, με μια λίγο περισσότερο σφαιρική εικόνα, με μια εσάνς πολιτικής και κοινωνικής σκέψης. Μπορούμε να τους προσφέρουμε – κι αυτό κάνουμε στο 5ο τεύχος μας που κυκλοφορεί- ορισμένες συνεντεύξεις από καρδιάς με κορυφαίους καλλιτέχνες. Να τα βοηθήσουμε στην τοποθέτηση των μουσικών ψηφίδων πάνω στον παγκόσμιο χάρτη, φέρνοντας όμως κι αυτοί τις δικές τους. Και να τους δείξουμε ότι μια πολιτική στάση αξιοπρέπειας απέναντι στη χυδαία μπασταρδοκρατία των καιρών μας, συνάδει με την εναλλακτική μουσική κουλτούρα και την do it your self αισθητική. Να τους δείξουμε ότι μπορεί να κυκλοφορήσει (και) κάτι χωρίς διαφημίσεις, χορηγούς ή υποστηρικτές…

Κάνε μια ευχή για τον έντυπο Τύπο.

Τις ημέρες που απεργούν ή δεν εργάζονται οι εφημερίδες, όλα τα υπόλοιπα media βαράνε μύγες και περιμένουν το χρόνο να τελειώσει σαν τους εργάτες του Jack Daniels. Εύχομαι στον έντυπο Τύπο να συνεχίζει να συναρπάζει, να σχεδιάζει και να εικονογραφεί  τη ζωή σε μια σελίδα 23Χ30 εκατοστά ή ακόμα λιγότερο, να παράγει σημαντική δημοσιογραφία που θα κάνει τα «γατάκια» του Internet να κοιτάνε με το στόμα ανοικτό, να λέει στον πολύπαθο ελληνικό λαό την αλήθεια για τη συμμορία που τον κυβερνάει, να πηγαίνει μυαλά και συνειδήσεις ένα βήμα πιο πέρα. Εύχομαι να κυκλοφορούν εναλλακτικά περιοδικά και ανατρεπτικά βιβλία, χειροποίητες εφημερίδες και μπροσούρες  από παρέες, ομάδες, φίλους, οργανώσεις, καταλήψεις και μεμονωμένα άτομα.

Θα βγάλεις άλλο τεύχος της Εντροπίας;

Ναι κι αυτή τη φορά ελπίζω να μην μεσολαβήσουν 26 χρόνια γιατί θα είμαι 73 χρονών στο 6ο τεύχος! Θα είμαστε οπωσδήποτε στο επόμενο Athens Zines Festival του 2015 κι εν τω μεταξύ υπάρχει η σκέψη για άλλη μια do it your self έκδοση, σε έντυπη αλλά και ηλεκτρονική μορφή. Εκτός κι αν με προλάβει η κόρη μου, 14 χρονών σήμερα, η οποία ‘ψήνεται’ να φτιάξει ένα comics zine.

Πηγή: www.lifo.gr

Σχετικοί σύνδεσμοι

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Related Post