Για τον ντετέκτιβ Κέι, αυτό το φθινόπωρο στοιχείωνεται με τις βρεγμένες μάζες φύλλων στην άσφαλτο κι αυτούς τους περίεργους θανάτους, με τα θύματα να είναι εμφανώς πιο γερασμένα απ’ όσο θα πρεπε.
Μια τέτοια βροχερή μέρα βρήκαν ένα μεγάλο κομμάτι κρέας κάποτε ανθρωπόμορφο, μέσα στο αυτοκίνητό του, κάτω από ρη γέφυρα του Πάου. Ο κρεάνθρωπος ήταν τρακαρισμένος· το αυτοκίνητο όχι. Σα να είχε μεταφερθεί από άλλο τόπο σύγκρουσης. Στραπατσαρισμένος όσο δεν πήγαινε, έδειχνε να είχε στουκάρει με ταχύτητα πάνω από εκατόν είκοσι χιλιόμετρα το μισάωρο. Κανένα σημείο όμως της πόλης δεν προσφερόταν για τέτοιες ταχύτητες. Ίσως κάποια ψηλά κτίρια. Ο ιατροδικαστής Ντι επέμενε ότι το βαθούλωμα στο στήθος του θύματος ήταν από τιμόνι και ότι γενικά όλο το κρέας είχε λαμαριναριστεί επιμελώς.
Επειδή είναι μάλλον απίθανο να βρείτε και κα διαβάσετε το Φυλλάντ, δε νομίζω πως έχει νόημα να μην αποκαλύψω το στόρυ. Το μεταλλικό λοιπόν γάντι του δόκτωρος Φατζ είναι μια χρονομηχανή θανάτου. Φέρνει το μέλλον σ’ αυτόν που το χρησιμοπιεί, σκοτωνοντάν τον όπως θα πέθαινε, όταν. Η συγκεκριμένη είναι από τις ελάχιστες φορές που δεν μπορώ να πιάσω το λογοπαικτικό τίτλο του διηγήματος! Κατά τ’ άλλα, η ιστορία είναι συμπαθής